- οχλαγωγώ
- (ΑΜ ὀχλαγωγῶ, -έω) [οχλαγωγός]διεγείρω και προσελκύω τα πλήθημσν.-αρχ.προσπαθώ να αποκτήσω την εμπιστοσύνη τού πλήθους με άμεσο σκοπό την εκμετάλλευσή του για προσωπικά, κυρίως πολιτικά, οφέλη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὀχλαγωγῶ — ὀχλαγωγέω court the mob pres subj act 1st sg (attic epic doric) ὀχλαγωγέω court the mob pres ind act 1st sg (attic epic doric) ὀχλαγωγός mountebank masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)